Παλαιόκαπας

Παλαιόκαπας
Επώνυμο παλαιάς οικογένειας ευγενών από τις Κυδωνίες της Κρήτης. 1. Π. Γεώργιος κόμης (16ος αι.). Ορθόδοξος επίσκοπος Κισάμου την εποχή της Βενετοκρατίας. Σπούδασε στην Ιταλία, και όταν επέστρεψε στην Κρήτη, έγινε μοναχός με το όνομα Γεράσιμος. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής Αγκαράθου και ως ορθόδοξος επίσκοπος Κισάμου διακρίθηκε για την ακούραστη δραστηριότητά του και τη βαθιά θρησκευτική του μόρφωση. Πριν πεθάνει διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του στην επισκοπή Κισάμου με τον όρο να στέλνει κάθε χρόνο 24 Έλληνες, μεταξύ των oποίων 16 Κρήτες, για σπουδές στην Ιταλία. Μετά τον θάνατό του όμως και ύστερα από παρέμβαση της Βενετικής δημοκρατίας, καθορίστηκε να στέλνονται μόνο 12, και αυτοί πρώτα στη Ρώμη και μετά στην Πάντοβα. 2. Π. Κωνσταντίνος (17ος αι.). Ζωγράφος. Είναι γνωστός από δύο ενυπόγραφες εικόνες του, που βρίσκονται στη μονή Γωνιάς της Κρήτης. Από αυτές, η μία παριστάνει τη Σταύρωση και η άλλη τον Άγιο Νικόλαο. 3. Π. Κωνσταντίνος (16ος αι.). Μοναχός και καλλιγράφος. Είναι γνωστός και με το μοναχικό όνομα Παχώμιος. Έζησε στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου διακρίθηκε ως καλλιγράφος. Με εντολή του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου A», εργάστηκε ως καλλιγράφος μαζί με τον Άγγελο Βεργώνιο στη βασιλική βιβλιοθήκη, στην Εννεάκρουνο (Φοντενεμπλό). Πολλοί καλλιτεχνικοί κώδικες, που γράφτηκαν από αυτόν, σώζονται σήμερα στις βιβλιοθήκες του Παρισιού και της Λυών. Με το ίδιο επώνυμο αναφέρονται και άλλα ιστορικά πρόσωπα της ίδιας οικογένειας, που διακρίθηκαν κυρίως ως λόγιοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αγκαράθου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Εξαρτάται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού είναι άγνωστος, μερικοί όμως τον τοποθετούν στον 15ο ή τον 16ο αι. Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1582, ενώ στη… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • Πάντοβα — (Padova και εξελληνισμένος τύπος Πάδουα). Πόλη της Ιταλίας στην περιοχή Βένετο, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην καρδιά της παντοβενετικής πεδιάδας. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ευγανείους, υπήρξε σημαντικό κέντρο των Βενετών, σύμμαχος της Ρώμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”